γαλακτωματοποιητές

γαλακτωματοποιητές
Ομάδα ουσιών που αν προστεθούν σε μείγμα δύο ευκίνητων υγρών βοηθούν στον σχηματισμό σταθερού γαλακτώματος. Ο σχηματισμός γαλακτωμάτων είναι πολλές φορές απαραίτητος τόσο στο εργαστήριο όσο και στη βιομηχανία για την παρασκευή φαρμάκων, καλλυντικών κ.ά. Η δράση των γ. οφείλεται στην ικανότητά τους να υποβιβάζουν την επιφανειακή τάση και να παρεμποδίζουν τη συσσωμάτωση των ομάδων μορίων που είναι διασκορπισμένες στο μείγμα και επομένως τη δημιουργία στιβάδων. Από χημική άποψη, οι γ. είναι ουσίες των οποίων το μόριο περιέχει συνήθως στις άκρες του μία υδρόφοβη (μη πολική) και μία υδρόφιλη (πολική) ομάδα. Οι γ. ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες: σε σώματα με μακριά αλειφατική αλυσίδα ατόμων άνθρακα, με πολλές πολικές ομάδες (π.χ. σάπωνες, άλατα σουλφονικών οξέων, παράγωγα που περιέχουν τη ρίζα αιθανολαμίνη), σε σώματα λυόφιλα (π.χ. πρωτεΐνες, κόμμεα) και σε σώματα ανόργανα, μέταλλα, οξείδια μετάλλων ή βασικά άλατα σε κατάσταση πολύ λεπτού διαμερισμού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • επιφανειοδραστικά αντιδραστήρια — Ουσίες που όταν προστεθούν σε ένα υδατικό ή ελαιώδες υγρό υποβιβάζουν ισχυρά την επιφανειακή του τάση. Οι επιφανειοδραστικές ουσίες εμφανίζουν πάντοτε μια τάση σχηματισμού αφρού (αφρογόνα) λιγότερο ή περισσότερο υψηλή. Αυτή η τάση προσδιορίζεται… …   Dictionary of Greek

  • γλυκερίδια — Εστέρες που σχηματίζονται κατά την αντίδραση της γλυκερίνης με ανόργανα ή οργανικά μονοκαρβονικά οξέα. Επειδή η γλυκερίνη είναι τρισθενής αλκοόλη υπάρχουν μονο , δι και τριεστέρες, απλοί ή μεικτοί, ανάλογα δηλαδή εάν περιέχουν ρίζες του ίδιου ή… …   Dictionary of Greek

  • πολυακρυλικός — ή, ό, Ν 1. χημ. χαρακτηρισμός τών μακρομοριακών υλών που λαμβάνονται κατά τον πολυμερισμό τού ακρυλικού και τού μεθακρυλικού οξέος και τών παραγώγων τους 2. φρ. α) «πολυακρυλικό οξύ» χημ. πολυμερές τού ακρυλικού οξέος που ανήκει στην κατηγορία… …   Dictionary of Greek

  • διαβρέκτες — Ουσίες που συγκεντρώνονται στην επιφάνεια του υγρού μέσα στο οποίο διαλύονται και προκαλούν ελάττωση της επιφανειακής του τάσης, με αποτέλεσμα να γίνεται δυνατή η αύξηση της επιφάνειας του συστήματος με μικρή κατανάλωση ενέργειας. Για παράδειγμα …   Dictionary of Greek

  • καρβοξυλικά οξέα — Τάξη οργανικών οξέων που περιέχουν μία ή περισσότερες καρβοξυλικές ομάδες ( COOH). Τα κ.ο. μπορεί να είναι κορεσμένα ή ακόρεστα, να περιέχουν διπλούς ή τριπλούς δεσμούς, ενώ ανάλογα με τον αριθμό των καρβοξυλίων που υπάρχουν στο μόριό τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”